- εὔρυθμα
- εὔρυθμοςrhythmicalneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεργμός — ἐνεργμός, ο, αλλιώς ένερξις και ένειρξις, η (Α) [έργμα] 1. μέθοδος με την οποία οι αρχαίοι εναρμόνιζαν εύρυθμα τις χορδές και έπαιζαν τη λύρα (ή την κιθάρα) 2. μικρός πάσσαλος στη μέση τής λύρας (ή τής κιθάρας) με τον οποίο κρατούνταν ανυψωμένη… … Dictionary of Greek
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
Τέλλην — Αρχαίος Έλληνας ποιητής και αυλητής, σύγχρονος του Επαμεινώνδα. Αν και τα ποιήματά του δεν σώθηκαν, γνωρίζουμε ότι ήταν εύρυθμα, κομψά και πολύ σκωπτικά. Ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος γράφει σε ένα επίγραμμά του ότι ο Τ. ήταν ο πρώτος που γνώριζε να… … Dictionary of Greek